- παντοκράτειρα
- ἡ, Αβλ. παντοκράτορας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παντοκράτειρα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγκράτεια — παγκράτεια, ἡ (Μ) [παγκρατής] η παντοκράτειρα, ή κατ άλλους η παντοδυναμία … Dictionary of Greek
παντοκράτορας — I Όνομα δύο ακρωτηρίων του ελληνικού χώρου. 1. Ακρωτήριο στην ανατολική πλευρά του Αγίου Όρους, δέκα μίλια ΒΔ από το μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας. 2. Ακρωτήριο στο Ιόνιο πέλαγος, στο νότιο άκρο της χερσονήσου της Νικόπολης, στα αριστερά εκείνου… … Dictionary of Greek